Το σώμα μου είν’ αερικό, σαν το φάος δυικό και έχει όρια σαφή; Πως με γελάει η αφή!
Εν συνεχεία το αφτί. Ακούει μόνο τη φωνή. Εκτός αφήνει τα λοιπά κύματα μηχανικά.
Η μύτη μου με ξεγελά. Βρωμάν τα μέσα μου· σκατά. Γεύση μου απατηλή· γλυκιά που είν’ η φυλακή.
Αλλά εγώ άμα δε δω με τα όμματά μου, πιστεύω μόνο στο Θεό ήρωά μου. Μόνο άμα δω με το στραβό μου θα τονε κάνω και το θεό είδωλό μου.